αλεξίπτωτο


αλεξίπτωτο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

parashutë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αλεξίπτωτο τα αλεξίπτωτα
γενική του αλεξιπτώτου / αλεξίπτωτου των αλεξιπτώτων / αλεξίπτωτων
αιτιατική το αλεξίπτωτο τα αλεξίπτωτα
κλητική αλεξίπτωτο αλεξίπτωτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *