αλκοολικός


αλκοολικός

(επίθετο – mbiemër)

alkoolik

ενικός
ονομαστική αλκοολικός αλκοολική αλκοολικό
γενική αλκοολικού αλκοολικής αλκοολικού
αιτιατική αλκοολικό αλκοολική αλκοολικό
κλητική αλκοολικέ αλκοολική αλκοολικό
πληθυντικός
ονομαστική αλκοολικοί αλκοολικές αλκοολικά
γενική αλκοολικών αλκοολικών αλκοολικών
αιτιατική αλκοολικούς αλκοολικές αλκοολικά
κλητική αλκοολικοί αλκοολικές αλκοολικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *