αλλοδαπός


αλλοδαπός

(επίθετο – mbiemër)

i huaj

ενικός
ονομαστική αλλοδαπός αλλοδαπή αλλοδαπό
γενική αλλοδαπού αλλοδαπής αλλοδαπού
αιτιατική αλλοδαπό αλλοδαπή αλλοδαπό
κλητική αλλοδαπέ αλλοδαπή αλλοδαπό
πληθυντικός
ονομαστική αλλοδαποί αλλοδαπές αλλοδαπά
γενική αλλοδαπών αλλοδαπών αλλοδαπών
αιτιατική αλλοδαπούς αλλοδαπές αλλοδαπά
κλητική αλλοδαποί αλλοδαπές αλλοδαπά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *