αλφάβητο


αλφάβητο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

alfabet

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αλφάβητο τα αλφάβητα
γενική του αλφαβήτου των αλφαβήτων
αιτιατική του αλφάβητο τα αλφάβητα
κλητική αλφάβητο αλφάβητα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *