αμφίβολος


αμφίβολος

(επίθετο – mbiemër)

i dyshueshëm

ενικός
ονομαστική αμφίβολος αμφίβολη αμφίβολο
γενική αμφίβολου αμφίβολης αμφίβολου
αιτιατική αμφίβολο αμφίβολη αμφίβολο
κλητική αμφίβολε αμφίβολη αμφίβολο
πληθυντικός
ονομαστική αμφίβολοι αμφίβολες αμφίβολα
γενική αμφίβολων αμφίβολων αμφίβολων
αιτιατική αμφίβολους αμφίβολες αμφίβολα
κλητική αμφίβολοι αμφίβολες αμφίβολα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *