ανάρρωση


ανάρρωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shërim
rigjenerim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ανάρρωση
γενική ανάρρωσης& αναρρώσεως
αιτιατική ανάρρωση
κλητική ανάρρωση
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *