αναιμικός


αναιμικός

(επίθετο – mbiemër)

anemik

ενικός
ονομαστική αναιμικός αναιμική αναιμικό
γενική αναιμικού αναιμικής αναιμικού
αιτιατική αναιμικό αναιμική αναιμικό
κλητική αναιμικέ αναιμική αναιμικό
πληθυντικός
ονομαστική αναιμικοί αναιμικές αναιμικά
γενική αναιμικών αναιμικών αναιμικών
αιτιατική αναιμικούς αναιμικές αναιμικά
κλητική αναιμικοί αναιμικές αναιμικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *