( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
alpinizëm
ngjitje
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αναρρίχηση | οι αναρριχήσεις |
γενική | της αναρρίχησης / αναρριχήσεως | των αναρριχήσεων |
αιτιατική | την αναρρίχηση | τις αναρριχήσεις |
κλητική | αναρρίχηση | αναρριχήσεις |
[cite]