αναστάτωση


αναστάτωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

trazirë
rrëmujë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναστάτωση οι αναστατώσεις
γενική της αναστάτωσης / αναστατώσεως των αναστατώσεων
αιτιατική την αναστάτωση τις αναστατώσεις
κλητική αναστάτωση αναστατώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *