αναψυκτικό


αναψυκτικό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

pije freskuese

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αναψυκτικό τα αναψυκτικά
γενική του αναψυκτικού των αναψυκτικών
αιτιατική το αναψυκτικό τα αναψυκτικά
κλητική αναψυκτικό αναψυκτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *