ανεκτικός


ανεκτικός

(επίθετο – mbiemër)

i duruar

ενικός
ονομαστική ανεκτικός ανεκτική ανεκτικό
γενική ανεκτικού ανεκτικής ανεκτικού
αιτιατική ανεκτικό ανεκτική ανεκτικό
κλητική ανεκτικέ ανεκτική ανεκτικό
πληθυντικός
ονομαστική ανεκτικοί ανεκτικές ανεκτικά
γενική ανεκτικών ανεκτικών ανεκτικών
αιτιατική ανεκτικούς ανεκτικές ανεκτικά
κλητική ανεκτικοί ανεκτικές ανεκτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *