ανοιχτόχρωμος


ανοιχτόχρωμος

(επίθετο – mbiemër)

ngjyrëçelur

ενικός
ονομαστική ανοιχτόχρωμος ανοιχτόχρωμη ανοιχτόχρωμο
γενική ανοιχτόχρωμου ανοιχτόχρωμης ανοιχτόχρωμου
αιτιατική ανοιχτόχρωμο ανοιχτόχρωμη ανοιχτόχρωμο
κλητική ανοιχτόχρωμε ανοιχτόχρωμη ανοιχτόχρωμο
πληθυντικός
ονομαστική ανοιχτόχρωμοι ανοιχτόχρωμες ανοιχτόχρωμα
γενική ανοιχτόχρωμων ανοιχτόχρωμων ανοιχτόχρωμων
αιτιατική ανοιχτόχρωμους ανοιχτόχρωμες ανοιχτόχρωμα
κλητική ανοιχτόχρωμοι ανοιχτόχρωμες ανοιχτόχρωμα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *