αντίθεση


αντίθεση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

kontrast
kundërshtim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντίθεση οι αντιθέσεις
γενική της αντιθέσεως / αντίθεσης των αντιθέσεων
αιτιατική την αντίθεση τις αντιθέσεις
κλητική αντίθεση αντιθέσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *