αντιλόπη


αντιλόπη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

antilopë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντιλόπη οι αντιλόπες
γενική της αντιλόπης των αντιλοπών
αιτιατική την αντιλόπη τις αντιλόπες
κλητική αντιλόπη αντιλόπες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *