αξία


αξία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vlerë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αξία οι αξίες
γενική της αξίας των αξιών
αιτιατική την αξία τις αξίες
κλητική αξία αξίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *