( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
ruajtje
depozitim
magazinim
akumulim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αποθήκευση | οι αποθηκεύσεις |
γενική | της αποθήκευσης / αποθηκεύσεως | των αποθηκεύσεων |
αιτιατική | την αποθήκευση | τις αποθηκεύσεις |
κλητική | αποθήκευση | αποθηκεύσεις |
[cite]