απολυμαντικό


απολυμαντικό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

dezinfektues

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το απολυμαντικό τα απολυμαντικά
γενική του απολυμαντικού των απολυμαντικών
αιτιατική το απολυμαντικό τα απολυμαντικά
κλητική απολυμαντικό απολυμαντικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *