αποπνικτικός


αποπνικτικός

(επίθετο – mbiemër)

mbytës

ενικός
ονομαστική αποπνικτικός αποπνικτική αποπνικτικό
γενική αποπνικτικού αποπνικτικής αποπνικτικού
αιτιατική αποπνικτικό αποπνικτική αποπνικτικό
κλητική αποπνικτικέ αποπνικτική αποπνικτικό
πληθυντικός
ονομαστική αποπνικτικοί αποπνικτικές αποπνικτικά
γενική αποπνικτικών αποπνικτικών αποπνικτικών
αιτιατική αποπνικτικούς αποπνικτικές αποπνικτικά
κλητική αποπνικτικοί αποπνικτικές αποπνικτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *