αποστολέας


αποστολέας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

dërgues

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αποστολέας οι αποστολείς
γενική του αποστολέα / αποστολέως των αποστολέων
αιτιατική τον αποστολέα τους αποστολείς
κλητική αποστολέα αποστολείς
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *