αποφοίτηση


αποφοίτηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

diplomim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αποφοίτηση οι αποφοιτήσεις
γενική της αποφοίτησης / αποφοιτήσεως των αποφοιτήσεων
αιτιατική την αποφοίτηση τις αποφοιτήσεις
κλητική αποφοίτηση αποφοιτήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *