απρόβλεπτος


απρόβλεπτος

(επίθετο – mbiemër)

i paparashikueshëm

ενικός
ονομαστική απρόβλεπτος απρόβλεπτη απρόβλεπτο
γενική απρόβλεπτου απρόβλεπτης απρόβλεπτου
αιτιατική απρόβλεπτο απρόβλεπτη απρόβλεπτο
κλητική απρόβλεπτε απρόβλεπτη απρόβλεπτο
πληθυντικός
ονομαστική απρόβλεπτοι απρόβλεπτες απρόβλεπτο
γενική απρόβλεπτων απρόβλεπτων απρόβλεπτων
αιτιατική απρόβλεπτους απρόβλεπτες απρόβλεπτο
κλητική απρόβλεπτοι απρόβλεπτες απρόβλεπτο
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *