απόδραση


απόδραση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

arratisje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απόδραση οι αποδράσεις
γενική της απόδρασης / αποδράσεως των αποδράσεων
αιτιατική την απόδραση τιε αποδράσεις
κλητική απόδραση αποδράσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *