απόδραση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απόδραση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απόδραση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) arratisje ενικός πληθυντικός ονομαστική η απόδραση οι αποδράσεις γενική της απόδρασης / αποδράσεως των αποδράσεων αιτιατική την απόδραση τιε αποδράσεις κλητική απόδραση αποδράσεις [cite]