απόθεμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απόθεμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απόθεμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) rezervë fond ενικός πληθυντικός ονομαστική το απόθεμα τα αποθέματα γενική του αποθέματος των αποθεμάτων αιτιατική το απόθεμα τα αποθέματα κλητική απόθεμα αποθέματα [cite]