απόσταση


απόσταση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

distancë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απόσταση οι αποστάσεις
γενική της απόστασης / αποστάσεως των αποστάσεων
αιτιατική την απόσταση τις αποστάσεις
κλητική απόσταση αποστάσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *