απώτατος


απώτατος

(επίθετο – mbiemër)

më i largët

ενικός
ονομαστική απώτατος απώτατη απώτατο
γενική απώτατου απώτατης απώτατου
αιτιατική απώτατο απώτατη απώτατο
κλητική απώτατε απώτατη απώτατο
πληθυντικός
ονομαστική απώτατοι απώτατες απώτατα
γενική απώτατων απώτατων απώτατων
αιτιατική απώτατους απώτατες απώτατα
κλητική απώτατοι απώτατες απώτατα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *