αργός


αργός

(επίθετο – mbiemër)

i ngadalshëm

ενικός
ονομαστική αργός αργή αργό
γενική αργού αργής αργού
αιτιατική αργό αργή αργό
κλητική αργέ αργή αργό
πληθυντικός
ονομαστική αργοί αργές αργά
γενική αργών αργών αργών
αιτιατική αργούς αργές αργά
κλητική αργοί αργές αργά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *