αρκουδάκι


αρκουδάκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

arush
arush pelushi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αρκουδάκι τα αρκουδάκια
γενική
αιτιατική το αρκουδάκι τα αρκουδάκια
κλητική αρκουδάκι αρκουδάκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *