Αρκτική


Αρκτική

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

Arktik

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η Αρκτική
γενική της Αρκτικής
αιτιατική την Αρκτική
κλητική Αρκτική
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *