(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)
shef
kryetar
komandant
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο/η αρχηγός | οι αρχηγοί |
γενική | του/της αρχηγού | των αρχηγών |
αιτιατική | τον/την αρχηγό | τους/τις αρχηγούς |
κλητική | αρχηγέ | αρχηγοί |
[cite]