αρωματοθεραπεία


αρωματοθεραπεία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

aromaterapi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αρωματοθεραπεία οι αρωματοθεραπείες
γενική της αρωματοθεραπείας των αρωματοθεραπειών
αιτιατική την αρωματοθεραπεία τις αρωματοθεραπείες
κλητική αρωματοθεραπεία αρωματοθεραπείες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *