αστέρι


αστέρι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

yll

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αστέρι τα αστέρια
γενική του αστεριού των αστεριών
αιτιατική το αστέρι τα αστέρια
κλητική αστέρι αστέρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *