αστείο


αστείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

shaka

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αστείο τα αστεία
γενική του αστείου των αστείων
αιτιατική το αστείο τα αστεία
κλητική αστείο αστεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *