(επίθετο – mbiemër)
qesharak
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αστείος | αστεία | αστείο |
γενική | αστείου | αστείας | αστείου |
αιτιατική | αστείο | αστεία | αστείο |
κλητική | αστείε | αστεία | αστείο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αστείοι | αστείες | αστεία |
γενική | αστείων | αστείων | αστείων |
αιτιατική | αστείους | αστείες | αστεία |
κλητική | αστείοι | αστείες | αστεία |
[cite]