αστράγαλος


αστράγαλος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

kyçi i këmbës

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αστράγαλος οι αστράγαλοι
γενική του αστραγάλου των αστραγάλων
αιτιατική τον αστράγαλο τους αστραγάλους
κλητική αστράγαλε αστράγαλοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *