αυτοκινητόδρομος


αυτοκινητόδρομος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

autostradë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αυτοκινητόδρομος οι αυτοκινητόδρομοι
γενική του αυτοκινητοδρόμου / αυτοκινητόδρομου των αυτοκινητοδρόμων / αυτοκινητόδρομων
αιτιατική τον αυτοκινητόδρομο τους αυτοκινητοδρόμους / αυτοκινητόδρομους
κλητική αυτοκινητόδρομε αυτοκινητόδρομοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *