( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
vetë-disiplinim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αυτοπειθαρχία | οι αυτοπειθαρχίες |
γενική | της αυτοπειθαρχίας | των αυτοπειθαρχιών |
αιτιατική | την αυτοπειθαρχία | τις αυτοπειθαρχίες |
κλητική | αυτοπειθαρχία | αυτοπειθαρχίες |
[cite]