αυτόματος


αυτόματος

(επίθετο – mbiemër)

automatik

ενικός
ονομαστική αυτόματος αυτόματη αυτόματο
γενική αυτόματου αυτόματης αυτόματου
αιτιατική αυτόματο αυτόματη αυτόματο
κλητική αυτόματε αυτόματη αυτόματο
πληθυντικός
ονομαστική αυτόματοι αυτόματες αυτόματα
γενική αυτόματων αυτόματων αυτόματων
αιτιατική αυτόματους αυτόματες αυτόματα
κλητική αυτόματοι αυτόματες αυτόματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *