βάρκα


βάρκα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

varkë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βάρκα οι βάρκες
γενική της βάρκας των βαρκών
αιτιατική τη βάρκα τις βάρκες
κλητική βάρκα βάρκες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *