Βέλγιο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Βέλγιο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Βέλγιο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) Belgjikë ενικός πληθυντικός ονομαστική το Βέλγιο – γενική του Βελγίου – αιτιατική το Βέλγιο – κλητική Βέλγιο – [cite]