βίδρα


βίδρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vidër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βίδρα οι βίδρες
γενική της βίδρας των βιδρών
αιτιατική τη βίδρα τις βίδρες
κλητική βίδρα βίδρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *