βίζα


βίζα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vizë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βίζα οι βίζες
γενική της βίζας των βιζών
αιτιατική τη βίζα τις βίζες
κλητική βίζα βίζες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *