βανδαλισμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βανδαλισμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βανδαλισμός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) vandalizëm ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βανδαλισμός οι βανδαλισμοί γενική του βανδαλισμού των βανδαλισμών αιτιατική το βανδαλισμό τους βανδαλισμούς κλητική βανδαλισμέ βανδαλισμοί [cite]