βανδαλισμός


βανδαλισμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vandalizëm

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βανδαλισμός οι βανδαλισμοί
γενική του βανδαλισμού των βανδαλισμών
αιτιατική το βανδαλισμό τους βανδαλισμούς
κλητική βανδαλισμέ βανδαλισμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *