βασίλειο


βασίλειο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

mbretëri

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βασίλειο τα βασίλεια
γενική του βασιλείου των βασιλείων
αιτιατική το βασίλειο τα βασίλεια
κλητική βασίλειο βασίλεια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *