βασανιστικός


βασανιστικός

(επίθετο – mbiemër)

torturues

ενικός
ονομαστική βασανιστικός βασανιστική βασανιστικό
γενική βασανιστικού βασανιστικής βασανιστικού
αιτιατική βασανιστικό βασανιστική βασανιστικό
κλητική βασανιστικέ βασανιστική βασανιστικό
πληθυντικός
ονομαστική βασανιστικοί βασανιστικές βασανιστικά
γενική βασανιστικών βασανιστικών βασανιστικών
αιτιατική βασανιστικούς βασανιστικές βασανιστικά
κλητική βασανιστικοί βασανιστικές βασανιστικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *