βασκικός


βασκικός

(επίθετο – mbiemër)

bask

ενικός
ονομαστική βασκικός βασκική βασκικό
γενική βασκικού βασκικής βασκικού
αιτιατική βασκικό βασκική βασκικό
κλητική βασκικέ βασκική βασκικό
πληθυντικός
ονομαστική βασκικοί βασκικές βασκικά
γενική βασκικών βασκικών βασκικών
αιτιατική βασκικούς βασκικές βασκικά
κλητική βασκικοί βασκικές βασκικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *