βετεράνος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βετεράνος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βετεράνος.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) veteran ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βετεράνος οι βετεράνοι γενική του βετεράνου των βετεράνων αιτιατική το βετεράνο τους βετεράνους κλητική βετεράνε βετεράνοι [cite]