βηματοδότης


βηματοδότης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

aparat stimulues kardiak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βηματοδότης οι βηματοδότες
γενική του βηματοδότη των βηματοδοτών
αιτιατική το βηματοδότη τους βηματοδότες
κλητική βηματοδότη βηματοδότες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *