βιολί


βιολί

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

violinë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βιολί τα βιολιά
γενική του βιολιού των βιολιών
αιτιατική το βιολί τα βιολιά
κλητική βιολί βιολιά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *