βιταμίνη


βιταμίνη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vitaminë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιταμίνη οι βιταμίνες
γενική της βιταμίνης των βιταμινών
αιτιατική τη βιταμίνη τις βιταμίνες
κλητική βιταμίνη βιταμίνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *