βοηθός


βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)

 

ndihmës

asistent

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο/η βοηθός οι βοηθοί
γενική του/της βοηθού των βοηθών
αιτιατική το/τη βοηθό τους/τις βοηθούς
κλητική βοηθέ βοηθοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *