βοηθός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βοηθός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βοηθός.mp3 (ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.) ndihmës asistent ενικός πληθυντικός ονομαστική ο/η βοηθός οι βοηθοί γενική του/της βοηθού των βοηθών αιτιατική το/τη βοηθό τους/τις βοηθούς κλητική βοηθέ βοηθοί [cite]